Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
μηλιγγόνι — και μελιγγόνι και μελιγγούνι, το (διαλ. τ.) 1. το μυρμήγκι 2. (για πρόσ.) άπειρο πλήθος … Dictionary of Greek
μελιγγόνι — και μελιγγούνι, το βλ. μηλιγγόνι … Dictionary of Greek